Ἀρισταγόρᾳ

Ἀρισταγόρᾳ
Ἀρισταγόρᾱͅ , Ἀρισταγόρης
masc dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀρισταγόρα — Ἀρισταγόρᾱ , Ἀρισταγόρης masc nom/voc/acc dual Ἀρισταγόρᾱ , Ἀρισταγόρης masc voc sg (attic) Ἀρισταγόρᾱ , Ἀρισταγόρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταγόρας — Ἀρισταγόρᾱς , Ἀρισταγόρης masc acc pl Ἀρισταγόρᾱς , Ἀρισταγόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταγόραν — Ἀρισταγόρᾱν , Ἀρισταγόρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • μαμμάκυθος — Μαμμάκυθος, ὁ (Α) 1. (στον Αριστοφ.) κωμική λέξη για ηλιθίους («κεχηνότες Μαμμάκυθοι», Αριστοφ.) 2. ως κύριο όν. Μαμμάκυθος τίτλος έργου τού Πλάτωνος τού Κωμικού ή τού Αρισταγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + κυθος (πρβλ. κευθω «κρύβω»). Η λ. στον… …   Dictionary of Greek

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Αθηναγόρας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Συρακούσιος, που έζησε την εποχή της εκστρατείας των Αθηναίων εναντίον της Σικελίας (415 π.Χ.). Όταν έφτασαν οι πρώτες ειδήσεις για την εκστρατεία αυτή στις Συρακούσες, οι κάτοικοι δεν πίστεψαν τον Ερμοκράτη του… …   Dictionary of Greek

  • Αιάκης — Όνομα δύο τυράννων της Σάμου. 1. Πατέρας του περίφημου τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, τύραννος του νησιού και ο ίδιος (αρχές 6ου αι. π.Χ.). Είχε μοιράσει τη Σάμο στους τρεις γιους του Παντάγνωτο, Πολυκράτη και Σιλοσώντα, ματαίωσε όμως τη διαίρεση… …   Dictionary of Greek

  • Αρταφέρνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης πρίγκιπας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν ετεροθαλής αδελφός του Δαρείου Α’. Σε αυτόν οφείλεται κυρίως η αποτυχία της επανάστασης των Ιώνων (498 π.Χ.), οι οποίοι παρότι έκαψαν τις Σάρδεις –την κάτω πόλη– δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”